αριστεύς

αριστεύς
ἀριστεύς, ο (AM) [αριστεύω]
μσν.
ο πρώτος στην ανδρεία, το παλληκάρι
αρχ.
1. ο άριστος, ο διακεκριμένος, ο πρώτος
2. συν. στον πληθ. οἱ ἀριστεῑς
οι άριστοι, οι ηγέτες, οι αρχηγοί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀριστεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστεύς — those who excel in valour masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αριστεύς, Φρίξος — (Αθήνα 1879 – 1951).Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική κοντά στους ζωγράφους Βολανάκη, Λύτρα και Ροϊλό και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου και τη Φλωρεντία. Γύρισε στην Ελλάδα, όπου δίδαξε τεχνικά μαθήματα στα γυμνάσια της Πάτρας και …   Dictionary of Greek

  • Ἀριστέων — Ἀρίστευς masc gen pl Ἀρίστη fem gen pl (epic ionic) Ἀρίστης masc gen pl (epic doric ionic) Ἀριστεύς masc gen pl Ἀριστέω̆ν , Ἀριστεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστέως — Ἀρίστευς masc nom sg (epic ionic) Ἀριστέω̆ς , Ἀριστεύς masc gen sg Ἀριστεύς masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστεῖς — Ἀριστεύς masc acc pl Ἀριστεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστῆς — Ἀριστεύς masc nom pl Ἀριστεύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστέοιν — Ἀρίστευς masc gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) Ἀριστεύς masc gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστήεσσι — Ἀρίστευς masc dat pl (epic) Ἀριστεύς masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστήεσσιν — Ἀρίστευς masc dat pl (epic) Ἀριστεύς masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”